- αμελοποίητος
- -η, -ο [μελοποιώ](για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμελοποίητος — η, ο αυτός που δε μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική: Ωραιότατα ποιήματα μένουν αμελοποίητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατόνιστος — η, ο 1. γραμμ. (για λέξεις) χωρίς τόνο, άτονος 2. (για στίχους) αμελοποίητος … Dictionary of Greek